όγδοος

όγδοος
-η, -ο, θηλ. και -όη (ΑΜ ὄγδοος, -όη, -ον, Α θηλ. και ὀγδοίη, Α συνηρ. τ. αρσ. ὄγδος)
(τακτικό αριθμτ.) αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό οκτώ («όγδοο έτος»)
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η ογδόη
α) η όγδοη βαθμίδα στις επτάφθογγες κλίμακες
β) το διάστημα που αντιστοιχεί στον λόγο τής συχνότητας (1:2) ή τού μήκους τής χορδής (2:1) μεταξύ τού πρώτου και τού όγδοου φθόγγου
2. το ουδ. ως ουσ. το όγδοο
α) καθένα από τα οκτώ ίσα μέρη στα οποία διαιρείται ένα ενιαίο σύνολο ή μία οκτάδα ίσων και ίδιων πραγμάτων που θεωρούνται ως σύνολο
β) (ενν. σχήμα) (τυπογρ.) σχήμα βιβλίου που προκύπτει μετά από τρία αλλεπάλληλα διπλώματα τής κλασικής τυπογραφικής κόλλας, δηλαδή τού οποίου η σελίδα έχει μέγεθος ίσο με το ένα όγδοο τής κόλλας αυτής και διαστάσεις περίπου μεταξύ 21x29 και 25x35 εκατοστόμετρα
γ) ρυθμική υποδιαίρεση τού μουσικού συστήματος που συμβολίζεται με φθογγόσημο τού οποίου η κάθετη γραμμή φέρει άγκιστρα και το οποίο αποτελεί το ήμισυ τού τετάρτου και το όγδοο τού ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το τακτικό αριθμητικό ὄγδοος (< ὄγδο[F]ος) πρβλ. λατ. octāvos (βλ. και οκτώ), με ανάπτυξη -ο- και ηχηρά σύμφωνα -γδ- αντί τών άηχων -κτ- τού ὀκτώ, έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς το ἕβδομος(βλ. λ. επτά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὄγδοος — eighth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όγδοος — η, ο 1. αυτός που στη σειρά έχει αριθμό 8. 2. το θηλ. ως ουσ., όγδοη ή οχτάβα ο διάστημα των οχτώ διαδοχικών μουσικών φθόγγων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀγδόω — ὄγδοος eighth masc/neut nom/voc/acc dual ὄγδοος eighth masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδόων — ὄγδοος eighth fem gen pl ὄγδοος eighth masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄγδοον — ὄγδοος eighth masc acc sg ὄγδοος eighth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδόαις — ὄγδοος eighth fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδόη — ὄγδοος eighth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδόην — ὄγδοος eighth fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδόης — ὄγδοος eighth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγδόου — ὄγδοος eighth masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”